- θωρηκτός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει επενδυθεί με μεταλλικό θώρακα («θωρηκτό κατάστρωμα πλοίου»)2. το ουδ. ως ουσ. το θωρηκτόπολεμικό πλοίο προστατευόμενο από τα εχθρικά βλήματα με μεταλλικό θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θωρήσσω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuirasse. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.